- μονόκυκλος
- μονόκυκλος, -ον (Α)1. αυτός που έχει έναν μόνο κύκλο («μονόκυκλος τράπεζα» Πολυδ.)2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ μονόκυκλος ή τὸ μονόκυκλονμικρή μονότροχη άμαξα ή μικρή άμαξα που είχε τροχό από ένα μόνο τεμάχιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + κύκλος (πρβλ. ημί-κυκλος)].
Dictionary of Greek. 2013.